Ο Μητσοτάκης μπορεί να εμφανίζεται (και είναι), όπως δείχνουν και όλες οι δημοσκοπήσεις, κυρίαρχος και στο Κέντρο, οι εξελίξεις όμως στον πολιτικό αυτόν χώρο και γενικότερα στην Κεντροαριστερά μπαίνουν στο μικροσκόπιο εν όψει και της τελικής ευθείας στην οποία εισέρχονται οι διαδικασίες για την ανάδειξη νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ. Και το ερώτημα βεβαίως που τίθεται είναι αν και κατά πόσο μπορεί το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, μεταλλαγμένο σε ΚΙΝΑΛ, να αναλάβει ρόλο στον πολιτικό αυτό χώρο, στο οποίο κάποτε κυριαρχούσε και που σήμερα παραμένει πολιτικά κενός, με την ευρεία του όρου έννοια, παρά την ισχυρή διείσδυση του Μητσοτάκη σε αυτόν και τη διαρροή δευτεροκλασάτων στελεχών προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Βέβαια, το γεγονός ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς παραμένει «μετέωρος» επιτρέπει στη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση να συνεχίζει την τακτική τού δήθεν ανοίγματος προς αυτόν, ασκώντας όμως ακραία αντιπολιτευτική πολιτική, συνοδευόμενη με αντιδεξιά και αντικεντρώα ρητορική. Τελευταία παραδείγματα: το…ξεπούλημα της ΔΕΗ, οι γαλλικές φρεγάτες, ο νόμος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αλλά και ο νόμος για τα εργασιακά. Και το πρόβλημα (για τον χώρο του Κέντρου) είναι ότι το ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται ως παρακολούθημα της ίδιας αυτής πολιτικής και ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος όμως με την τακτική αυτή διατηρεί απλώς τα ποσοστά του, όπως ακριβώς και το ΚΙΝΑΛ, το οποίο παρασύρεται στην ίδια λογική της αντιδεξιάς ρητορικής των υψηλών λαϊκίστικων τόνων και του ανταγωνισμού της αριστεροσύνης. Μπορεί το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και κυριάρχησε επί μακρόν στη Μεταπολίτευση να αναγεννηθεί τώρα, με την ευκαιρία της εκλογής νέου αρχηγού ή της επανεκλογής της σημερινής προέδρου; Οποιαδήποτε απάντηση είναι παρακινδυνευμένη.
Ωστόσο, μια πρόταση κυβερνησιμότητας, προερχόμενη από τη νέα ηγεσία, ακόμη και αν εκ των πραγμάτων κάτι τέτοιο δείχνει ανέφικτο, θα μπορούσε να οδηγήσει στον «τρίτο δρόμο». Μια πρόταση που θα ξέφευγε από τη μέγγενη μιας ακραίας αντιπολίτευσης θα μπορούσε ίσως να πείσει κατ’ αρχήν τους υφιστάμενους ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ για μια δυναμική παρέμβαση στα πολιτικά δρώμενα και εν συνεχεία θα βοηθούσε στην επιχείρηση επαναπατρισμού κάποιων που γύρισαν την πλάτη τα τελευταία χρόνια. Ίσως, βασικότερο, να ενεργοποιούσε και αυτούς που απέφυγαν να λάβουν μέρος στις εκλογικές διαδικασίες των τελευταίων ετών, επιλέγοντας την ασφάλεια του καναπέ.
Πάντως, μόνο δυναμικές, καθαρές προτάσεις μπορεί να επαναφέρουν στο προσκήνιο το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Οι αντισυστημικές – κινηματικές λογικές, που τώρα σε πολλές περιπτώσεις επικρατούν, ανήκουν ούτως ή άλλως στο παρελθόν. Οι πολίτες και μέσω των δημοσκοπήσεων στέλνουν το μήνυμα της επόμενης ημέρας αναζητώντας ένα καλύτερο παρόν και ένα ακόμη καλύτερο μέλλον, αδιαφορώντας για συνθήματα περί Δεξιάς και κυρίως περί αυταρχισμού, ειδικά όταν αναφέρονται σε μια κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη που δείχνει να απέχει ιδεολογικά από ανάλογες καταστάσεις.
Αν οι υποψήφιοι αρχηγοί συνειδητοποιήσουν πως ο ετεροπροσδιορισμός που επιχειρεί ο Αλ. Τσίπρας, επαναλαμβάνοντας διαρκώς τα περί προοδευτικής κυβέρνησής τους, οδηγούν στην παγίδα του… αναγκαίου κακού, στο απίθανο βέβαια σενάριο να προκύψει μια ενδεχόμενη εκλογική ανατροπή, τότε ίσως καθορίσουν ένα διαφορετικό μέλλον για τον κεντροαριστερό χώρο.
Και αν κάποιος υπολογίσει ότι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ, τότε είναι εύκολο να διαπιστώσει πόσο μεγάλη δεξαμενή υπάρχει για ένα σοβαρό, μετρημένο, με σύγχρονες απόψεις κόμμα.
Στην περίπτωση όμως που αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε το πρόβλημα μεταφέρεται στο ΚΙΝΑΛ, το πολιτικό μέλλον του οποίου θα είναι μετά τις επόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές διεξαχθούν, αβέβαιο, πολύ, δε, περισσότερο αν μπει στη διαδικασία των συζητήσεων με την Κουμουνδούρου.
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο