Τι «ποντάρουν» Κυριάκος Μητσοτάκης, Αλέξης Τσίπρας και Νίκος Ανδρουλάκης
Oι εκλογές της πρώτης Κυριακής που θα διεξαχθούν την άνοιξη του 2023 με το σύστημα της απλής αναλογικής αποτελούν πράγματι τη «μητέρα όλων των μαχών», κατά πως τις έχουν χαρακτηρίσει πολιτικοί παρατηρητές-εκλογικοί αναλυτές.
Κυρίως, όμως, όπως τις έχουν εκτιμήσει ο πρωθυπουργός αλλά και αρχηγοί κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι οποίοι προσδίδουν ήδη ιδιαίτερη βαρύτητα στην «πρώτη κάλπη», το εκλογικό αποτέλεσμα της οποίας πιστεύουν ότι θα καθορίσει το νέο πολιτικό μελλοντικό σκηνικό που θα διαμορφωθεί. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί την πρώτη εκλογική αναμέτρηση με απλή αναλογική ως «την πλέον κρίσιμη των εκλογικών αναμετρήσεων», αφού «το κατ’ αυτήν αποτέλεσμα θα διαμορφώσει σε σημαντικό βαθμό το εκλογικό τοπίο». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας εκτιμά ότι οι εκλογές της πρώτης Κυριακής θα είναι «ιδιαιτέρως και απόλυτα καθοριστικές», γιατί, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «όποιος χάσει στις πρώτες εκλογές χάνει το τρένο των εξελίξεων». Και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης ζητά να δώσει την πρώτη Κυριακή στο κόμμα του ο λαός «ισχυρή εντολή», φοβούμενος πως στις επαναληπτικές εκλογές θα βρεθεί ενδεχομένως εκτός του νέου πολιτικού τοπίου, που θα προκύψει. Ποιο θα είναι όμως, με βάση τα σημερινά δεδομένα, το εκλογικό τοπίο που θα διαμορφωθεί την πρώτη Κυριακή των επόμενων εκλογών και ποιος αναμένεται να χάσει το «τρένο των εξελίξεων»;
Η συμπεριφορά των ψηφοφόρων
Να τονιστεί εξαρχής ότι είναι κανόνας στην πολιτική επιστήμη ότι το εκλογικό σύστημα (στην προκειμένη περίπτωση η απλή αναλογική της πρώτης Κυριακής) δεν καθορίζει μόνο την κατανομή των εδρών αλλά και την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων, η οποία σε πολλές περιπτώσεις επηρεάζεται από τις περιόδους κρίσης. Δύο είναι τα βασικά ενδεχόμενα σε περιόδους κρίσης. Είτε ενισχύονται τα «συστημικά» πολιτικά κόμματα, που έχουν ασκήσει εξουσία και κρίνονται για την επάρκειά τους στη διαχείριση κρίσεων, είτε ενισχύονται οι λεγόμενες αντισυστημικές δυνάμεις, που συνήθως κινούνται στα δύο άκρα του πολιτικού συστήματος. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία, Σουηδία) παρατηρήθηκε, λόγω κυρίως της κρίσης, άνοδος των αποκαλούμενων αντισυστημικών δυνάμεων, με ενίσχυση κυρίως της άκρας Δεξιάς. Το τι θα συμβεί στη χώρα μας με την προκήρυξη των εκλογών μπορεί να εξαρτηθεί σε έναν βαθμό από την ένταση και από τη χρονική διάρκεια της κρίσης, αλλά κυρίως θα αποτυπωθεί από τη συμπεριφορά των ίδιων των πολιτικών δυνάμεων. Θα πρέπει επιπροσθέτως να ληφθεί υπόψη ότι οι προσεχείς εθνικές εκλογές θα είναι οι πρώτες μετά από μακρύ χρονικό διάστημα (από τον Ιούνιο του 2019) και επίσης οι πρώτες μετά την κρίση της πανδημίας (και εν μέσω της κρίσης της ακρίβειας), άρα θα προσφέρονται για την έκφραση δυσαρέσκειας από τους πολίτες. Το γεγονός, βέβαια, ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής ευνοεί τη λεγόμενη «χαλαρή» ψήφο. Οι ψηφοφόροι, γνωρίζοντας, βάσει κυρίως των δημοσκοπικών ευρημάτων, ότι με απλή αναλογική δεν πρόκειται να σχηματιστεί κυβέρνηση και ότι θα ακολουθήσουν αμέσως εκλογές με ενισχυμένη, είναι πιθανό να επιλέξουν πιο εύκολα στην πρώτη κάλπη μικρότερα κόμματα. Ένα χαμηλό ποσοστό για το πρώτο κόμμα στις πρώτες εκλογές, όμως, μπορεί να δυσκολέψει πολύ την επίτευξη της αυτοδυναμίας στις δεύτερες.
Δημοσκοπήσεις και συμπεράσματα
Mε βάση τα συμπεράσματα όλων των δημοσκοπήσεων, που διενεργήθηκαν το 2022 και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες του χρόνου, είναι δυνατόν να σχηματισθεί κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή των προσεχών εκλογών της απλής αναλογικής;
Έγκυροι εκλογικοί ερευνητές που επεξεργάστηκαν τα ευρήματα των δημοσκοπικών ερευνών καταλήγουν στα εξής συμπεράσματα:
Όλα τα δημοσκοπικά δεδομένα λίγο πριν από την προκήρυξη των εκλογών είναι σαφή: Το προβάδισμα της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ είναι ευκρινές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει το ισχυρό χαρτί της ΝΔ και υπερτερεί στην προσωπική σύγκριση με τον Αλέξη Τσίπρα. Μια συνολική επισκόπηση των δημοσκοπήσεων δίνει και ορισμένα επιπρόσθετα στοιχεία. Η ΝΔ στην πρόθεση ψήφου καταγράφει ποσοστά άνω του 32%, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για την πρώτη κάλπη που ο πρωθυπουργός έχει περιγράψει ως εξαιρετικά κρίσιμη, μιας και το ποσοστό του κυβερνώντος κόμματος θα είναι «βαρόμετρο» και για το αποτέλεσμα των δεύτερων εκλογών.
Στο όριο της αυτοδυναμίας
Όσο για την προβολή του αποτελέσματος στην εκτίμηση ψήφου, οι περισσότεροι δημοσκόποι διαπιστώνουν ότι η ΝΔ εξακολουθεί να κινείται στις παρυφές της αυτοδυναμίας, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά το ότι συσπειρώνει τις δυνάμεις του, δεν μπορεί να κάνει την υπέρβαση και να κεφαλαιοποιήσει την όποια δυσαρέσκεια των πολιτών από μια σειρά κυβερνητικών επιλογών και χειρισμών.Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει μπροστά του κάποιον ωφέλιμο πολιτικό χρόνο, στα κομματικά επιτελεία έχουν ξεκινήσει οι μαθηματικοί υπολογισμοί για το ποσοστό που μπορεί να οδηγήσει σε αυτοδύναμη κυβέρνηση στις δεύτερες εκλογές. Υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό της τάξης του 38% κάτω από προϋποθέσεις αρκεί για να κερδίσει το πρώτο κόμμα την αυτοδυναμία. Ο κ. Μητσοτάκης, άλλωστε, εμμένει στην ανάγκη μιας ισχυρής εντολής στη ΝΔ, εμφανιζόμενος αρκετά προβληματισμένος για την προοπτική μιας συνεργασίας, αν και δεν αποκλείει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο, εφόσον οι πολίτες αποφανθούν διαφορετικά.
Ο «παλιός» και ο… νέος
Με τον προηγούμενο νόμο, τον νόμο Παυλόπουλου, τα πράγματα ήταν απλούστερα. Το πρώτο κόμμα έπαιρνε μπόνους 50 εδρών και η ο πήχης της αυτοδυναμίας ξεκινούσε από το 40,4%. Για κάθε 1% κομμάτων που έμεναν εκτός Βουλής, ο πήχης υποχωρούσε κατά 0,4%. Άρα, αν το άθροισμα των κομμάτων εκτός Βουλής ήταν 10%, ένα κόμμα έπρεπε να πάρει πάνω από 36,4% για να μπορεί να έχει το απόλυτο των εδρών. Πλέον, με τον νέο νόμο τα δεδομένα διαφοροποιούνται. Το μπόνους ξεκινά να μετρά από το 25%, για το οποίο το πρώτο κόμμα παίρνει 20 έδρες. Για κάθε 0,5%, προστίθεται και μια έδρα. Συνεπώς, ένα κόμμα που θα πάρει π.χ. 37% έχει λαμβάνειν 44 έδρες από το μπόνους που μπορεί να φτάσει έως και τις 50 έδρες στο σύνολο. Εν προκειμένω, οι 44 έδρες αφαιρούνται από το σύνολο των 300 εδρών, άρα μένουν 256 να κατανεμηθούν αναλογικά, με βάση τη δύναμη των κομμάτων. Οι έδρες πολλαπλασιαζόμενες με το ποσοστό του κόμματος δίνουν τις έδρες της πρώτης κατανομής και στη συνέχεια διατίθενται τα υπόλοιπα της δεύτερης κατανομής. Με αυτό το παράδειγμα και με 10% κομμάτων εκτός Βουλής, η ΝΔ προσεγγίζει τις 150 έδρες, συνεπώς με μεγαλύτερο ποσοστό του 37% ή με μεγαλύτερο ποσοστό κομμάτων που θα μείνουν εκτός Κοινοβουλίου, βάζει ρότα για την αυτοδυναμία. Με λίγο πάνω από το 38%, το κυβερνών κόμμα θα μπορέσει να καλύψει την απόσταση ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση έτσι ώστε να υπερβεί τον πήχη της αυτοδυναμίας. Εξαρτάται και από άλλους παράγοντες (πόσα κόμματα θα εισέλθουν στη Βουλή, πόσα θα μείνουν εκτός, ποια η διαφορά πρώτου και δεύτερου κόμματος), αλλά με ένα ποσοστό γύρω ή πάνω από το 38% στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση το πρώτο κόμμα (ΝΔ) θα είναι σε θέση να εκλέξει πάνω από 151 βουλευτές και να σχηματίσει ισχυρή κυβέρνηση.
Αδύνατο σενάριο
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που αναδεικνύεται και από τις δημοσκοπήσεις είναι πως, χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος (στην προκειμένη περίπτωση της ΝΔ, η οποία σύμφωνα με όλες τις μέχρι τώρα ενδείξεις θα είναι η νικήτρια των εκλογών), το σενάριο της συγκρότησης κυβέρνησης από την «πρώτη κιόλας κάλπη» της απλής αναλογικής δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Όπως δεν μπορεί να ευοδωθεί και το σενάριο της «κυβέρνησης τερατογένεσης» χωρίς τη σύμπραξη του ΚΚΕ. Υπό τις σημερινές συνθήκες και με το άθροισμα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και του ΜέΡΑ 25 να κυμαίνεται από 44% έως 46%, ο αριθμός των βουλευτών που μπορεί να εκλέξουν θα είναι από 142 έως 148 και άρα, χωρίς τη σύμπραξη του Περισσού, κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής δεν μπορεί να σχηματιστεί. Άλλωστε, από τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε γι’ αυτό το ενδεχόμενο, κάνοντας λόγο για «πολιτική τερατογένεση», ο Γενικός Γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας επανειλημμένα τόνισε ότι το κόμμα του δεν πρόκειται ούτε να συμμετάσχει, ούτε να στηρίξει ένα τέτοιο σχήμα.
Η σημασία της διαφοράς
Ένα στοιχείο που επίσης θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στον δρόμο προς την δεύτερη Κυριακή και με στόχο την πολιτική σταθερότητα, είτε μέσω (κυρίως) αυτοδυναμίας είτε με κυβέρνηση συνεργασίας, είναι η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος την πρώτη Κυριακή των εκλογών. Αν η διαφορά είναι μικρή και κυρίως αν το ποσοστό του πρώτου κόμματος κινηθεί σε χαμηλά επίπεδα, η αυτοδυναμία κατά τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση παραμένει όνειρο. Αυτός είναι και ο στόχος, όπως όλα δείχνουν τελευταία, του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος για να ελπίζει σε σχηματισμό κυβέρνησης «προοδευτικής κατεύθυνσης» αγωνίζεται να κρατήσει τη ΝΔ σε χαμηλές πτήσεις, της τάξης του 31%-32% το πολύ, στην πρώτη κάλπη. Είναι ρεαλιστικό όμως κάτι τέτοιο; Η ατζέντα με την οποία πορεύεται η αξιωματική αντιπολίτευση προς τις κάλπες είναι προφανές πως δεν αρκεί για την «ανατροπή» που ψάχνει. Και το στατιστικό της διάγραμμα παραμένει ακίνητο. Από τα στοιχεία των τελευταίων δημοσκοπικών ερευνών προκύπτει ότι:
Ο μέσος όρος στην απλή πρόθεση ψήφου για τη ΝΔ κινείται στο 32%-32,5%, γεγονός που παραπέμπει σε μια πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων γύρω στο 33%-34%. Δεδομένου ότι θεωρείται αναμενόμενη και μια προσθήκη δύο-τριών μονάδων από τη δεξαμενή των αναποφάσιστων, η οποία κινείται γύρω στο 10%-13%, αυτό παραπέμπει σε ένα 35%-37% στην πρώτη κάλπη.
Αν λοιπόν η εκλογική επίδοση της ΝΔ κυμανθεί στα επίπεδα που σήμερα δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τότε στη δεύτερη κάλπη, με την πόλωση που φυσιολογικά θα προκύψει, αυτό το 32%-32,5% της πρώτης κάλπης θα μετατραπεί λογικά σε 34%-35%, ποσοστό που επί των εγκύρων εκτιμάται ότι θα ανέβει στο 35%-36%.
Συνυπολογίζοντας και κάποιο μερίδιο από τους αναποφάσιστους, ένα τελικό ποσοστό στο 37%-38% δεν είναι απίθανο. Αυτή η δυνατότητα καταγράφεται και σε όσες έρευνες έχει τεθεί ερώτημα πρόθεσης ψήφου και για τις δεύτερες εκλογές.
Φαίνεται ότι η προσπάθεια «μείωσης των ποσοστών της ΝΔ πάση θυσία» κατά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση της απλής αναλογικής, της «μητέρας όλων των μαχών», δεν φαντάζει ρεαλιστική με τα σημερινά δεδομένα των ερευνών. Όταν τα ποσοστά της κινούνται επί έναν και πλέον χρόνο, εν μέσω πολέμου, ενεργειακής κρίσης και υποκλοπών, σταθερά πέριξ του 32%, τι είναι αυτό που θα αλλάξει δραματικά μέσα στους τρεις-τέσσερις επόμενους μήνες;
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο