Ο 35χρονος από τη Γεωργία, επιστρέφει στη φυλακή, καθώς κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή, απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, παράβαση του νόμου περί όπλων, ενώ δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό. Το δικαστήριο αποφάσισε η έφεσή του να μην έχει αναστελουσα δύναμη, ενώ απάλλαξε από τις κατηγορίες τους υπόλοιπους δύο κατηγορούμενους για τη συμμετοχή τους στην υπόθεση.
Σήμερα, στο δικαστήριο, τα δύο αδέλφια εξετάστηκαν ως μάρτυρες για την υπόθεση και στις καταθέσεις τους και δήλωσαν πως έχουν συγχωρέσει τον 35χρονο που τους πυροβόλησε και ότι δεν πιστεύουν πως ήθελε να τους σκοτώσει.
Ο ιδιοκτήτης του γυμναστηρίου και θύμα της επίθεσης, κρατώντας διαρκώς ένα κομποσκοίνι στο χέρι, υποστήριξε ότι είναι βαθιά θρησκευόμενος και έχει συγχωρέσει τους κατηγορούμενους και ότι το μόνο που θέλει είναι να έχουν μετανιώσει πραγματικά για τις πράξεις τους ώστε να μην το κάνουν ξανά. Ακόμη, είπε, ότι δεν επιθυμεί την τιμωρία τους από τη δικαιοσύνη.
Ο αδελφός του, επίσης θύμα της επίθεσης, κατέθεσε με τη σειρά του ότι ούτε ο ίδιος γνώριζε κάποιους από τους κατηγορούμενους και ότι όλα έγιναν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Μιλώντας για τη στιγμή των πυροβολισμών, είπε ότι άκουσε τον 33χρονο να φωνάζει δυνατά “όπλο” και τότε κάλυψε το κεφάλι του με τα χέρια και ξεκίνησε να τρέχει, ενώ δευτερόλεπτα μετά άκουσε τους πυροβολισμούς. Ερωτηθείς για το αν επιθυμεί την τιμωρία του ατόμου που πυροβόλησε, απάντησε πως «εύχομαι να έχει μετανιώσει αυτό που έκανε και θα τον αγκαλιάσω κιόλας. Δεν έχω εγώ να κερδίσω τίποτα, μακάρι όλα να είναι καλά».
Στο δικαστήριο κατέθεσε ως μάρτυρας και ο αστυνομικός που το απόγευμα του Ιουνίου, είδε έντομο τον 33χρονο να τρέχει πίσω από το περιπολικό και να φωνάζει πως τους πυροβόλησαν. Όπως είπε, το θύμα είχε αίματα στον ώμο του και είπε στους αστυνομικούς ότι τον πυροβόλησαν.
Σύμφωνα με τον αστυνομικό, το πιστόλι που χρησιμοποίησε ο δράστης, εντοπίστηκε κοντά στο σημείο της σύλληψης, στη ρόδα ενός αυτοκινήτου, από έναν διανομέα, ο οποίος το παρέδωσε στους αστυνομικούς του Τμήματος.
Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος, ανέφερε ότι εκείνο το απόγευμα πήγε να βρει τον 33χρονο στο γυμναστήριο που διατηρούσε προκειμένου να λύσουν μια παρεξήγηση για μια κοπέλα που είχε στενές επαφές με έναν φίλο του, με την πρόεδρο του δικαστηρίου να τον ρωτάει «δεν μπορείτε να βρείτε κάτι πιο πιστευτό;».
«Φώναξα στην άκρη το παιδί, το χτύπησα μια φορά στο πρόσωπο και μετά δέχθηκα ένα χτύπημα και έπεσα κάτω. Σηκώθηκα, είδα ότι δεν “μπήκαν” οι άλλοι δύο, έβγαλα το όπλο και έριξα για εκφοβισμό, για να σταματήσω τη φασαρία. Το όπλο το έχω πάντα στο αυτοκίνητο γιατί με έχουν ληστέψει δύο φορές. Το είχα επάνω μου γιατί είναι πολύ σωματώδεις οι κύριοι, για την ασφάλεια μου. Δεν πήγα με σκοπό να πυροβολήσω αλλά χρειάστηκε και το έκανα. Δεν ήξερα ότι θα γίνουν έτσι τα πράγματα», ανέφερε.
«Πίστεψα ότι θα ορμήσουν και οι δύο επάνω μου μόλις έπεσα κάτω. Την ώρα που σηκώθηκα έβγαλα το όπλο. Μόλις πυροβόλησα την πρώτη φορά, άρχισε να τρέχει. Έριξα δύο φορές κάτω και μια φορά πάνω στον τοίχο. Νόμιζα ότι έχουν και αυτοί όπλα και τους κυνηγησαμε. Σταματήσαμε όταν καταλάβαμε ότι δεν έχουν όπλα. Ζητάω συγνώμη στα παιδιά και για την ταλαιπωρία που τράβηξαν», τόνισε στην απολογία του.