Οι αναποφάσιστοι της «γκρίζας ζώνης» είναι τώρα στόχος της ΝΔ
Μπορεί η παγιωμένη επί τέσσερα χρόνια πολιτική εικόνα της κυβέρνησης της ΝΔ να δείχνει τραυματισμένη μετά την τραγωδία στα Τέμπη και να εμφανίζει σοβαρές φθορές, η πιθανότητα όμως για ανάκαμψη-αναστροφή της δημοσκοπικής εικόνας και, τελικώς, όχι μόνο η επίτευξη της νίκης στις εκλογές, αλλά και η κατάκτηση της αυτοδυναμίας εξακολουθεί να υφίσταται.
Ενισχύεται μάλιστα τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες. Αυτό προκύπτει, όπως υποστηρίζουν πηγές του Μαξίμου, είτε από τις επαφές του πρωθυπουργού και κυβερνητικών στελεχών με τους πολίτες είτε, κυρίως, από τη βαθύτερη ανάλυση των στοιχείων όλων των δημοσκοπήσεων, που έχουν διενεργηθεί αμέσως μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη.
Πλήγμα αλλά προβάδισμα
Τα ευρήματα όλων των δημοσκοπήσεων (MetronAnalysis, MARC, GPO, MRB, Prorata, Pulse) καταλήγουν πάνω-κάτω στην ίδια εικόνα: Η ΝΔ έχει υποστεί πλήγμα, αλλά διατηρεί καθαρό προβάδισμα. Παραμένει πρώτη, συντηρώντας μια διαφορά 3% με 5,8%, όταν, πριν από την τραγωδία αυτή, κυμαινόταν μεταξύ 6% και 7,5%.Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εισπράττει και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζει απώλειες. Στην ουσία, οι απώλειες στα τρία κόμματα που έχουν κυβερνήσει τη χώρα είναι αναλογικά σε σχέση με τις δυνάμεις τους οι ίδιες, και αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο εύρημα και ένα μήνυμα.Στην πραγματικότητα,λένε οι υπεύθυνοι των εταιρειών δημοσκοπήσεων, ο «αντισυστημισμός» που ανέδειξε η τραγωδία των Τεμπών δεν εκφράζει μόνο την κοινωνική οργή γι’ αυτό καθαυτό το ατύχημα, αλλά κυρίως μια κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος. Εκφράζεται απέναντι σε μια κατάσταση και στο αίτημα των πολιτών αυτή να μην ξανασυμβεί «ποτέ ξανά», όπως τονίζει και ο πρωθυπουργός.
Ζητούν αλλαγές
Κατά τις δημοσκοπήσεις,οι πολίτες, που είναι οργισμένοι,θεωρούν ότι το κράτος δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί για την ασφάλειά τους και χαρακτηρίζουν,με αυξημένα ποσοστά, το πολιτικό σύστημα και τη διαφθορά ως σημαντικά προβλήματα.Γι’ αυτό και ζητούν βαθιές αλλαγές.Παρά την αγανάκτηση όμως, δεν έχουμε αλλαγή των πολιτικών ισορροπιών, ανατροπές και κατάρρευση του πολιτικού σκηνικού, αλλά μόνο ενίσχυση της «γκρίζας ζώνης». Είναι υψηλάτα ποσοστά 16%-18% που συγκεντρώνει πλέον η κατηγορία «γκρίζα ζώνη».Υψηλότερα και τα ποσοστά που συγκεντρώνουν, στην παρούσα συγκυρία, τα πιο μικρά κόμματα (ΚΚΕ, Ελληνική Λύση, ΜέΡΑ25) και όσα σήμερα είναι εκτός Βουλής, κινούμενα στα ακροδεξιά και τα ακροαριστερά, ενώ το κόμμα Κασιδιάρη φαίνεται να διατηρεί, αν δεν αυξάνει, τις δυνάμεις του.
Δεν πείθει
Τα ποσοστά που κατά τις δημοσκοπήσεις δείχνει να χάνει η ΝΔ μετακομίζουν στην «γκρίζα ζώνη» και όχι στον ΣΥΡΙΖΑ ή στο ΠΑΣΟΚ. Γιατί; Διότι, όπως επισημαίνει ο διευθυντής, υπεύθυνος των μετρήσεων της OpinionPoll, Ζαχαρίας Ζούπης, ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια μια στρατηγική που οδήγησε ευρύτατα τμήματα του Κέντρου και της Μεταρρυθμιστικής Αριστεράς να του έχουν κλείσει τη πόρτα. Έχει χάσει τη δυνατότητά του να πείθει τους θεσμικούς και να γίνεται ελκυστικός στους αντισυστημικούς. Από τη μεριά του, το ΠΑΣΟΚ μέσα στην απροσδιοριστία της στρατηγικής του αδυνατεί να πει κάτι νέο, σύγχρονο και δυναμικό, χωρίς να ξεχνιέται το γεγονός ότι έχει κυβερνήσει τη χώρα τα μισά χρόνια της Μεταπολίτευσης. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι όλες οι έρευνες δείχνουν ως βασικό υπεύθυνο για την τραγωδία πρώτα όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών και μετά τη σημερινή.
Όχι μονοθεματική
Και το ερώτημα τώρα είναι: Είναι αναστρέψιμη η δημοσκοπική εικόνα; Μπορεί να μαζευτούν οι φθορές; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά οι υπεύθυνοι των εταιρειών που διενεργούν τις δημοσκοπήσεις πιθανολογούν πως, υπό προϋποθέσεις, η ΝΔ θα καταφέρει να μαζέψει σημαντικό τμήμα των απωλειών της. Το Μέγαρο Μαξίμου,δε,εκτιμά ότι «όταν η οργή καταλαγιάσει, θα επικρατήσει η λογική».Κομματικά στελέχη της Πειραιώς,εξάλλου,εκτιμούν ότι για τη ΝΔ θεωρείται ρεαλιστικό σενάριο τις επόμενες εβδομάδες να «επαναπατρίσει» ένα ποσοστό τουλάχιστον της τάξεως του 1,5%-2,5% από τους νέους αναποφάσιστους της «γκρίζας ζώνης»και να επιστρέψει σε τροχιά αυτοδυναμίας. Κρίσιμα στη συγκεκριμένη κατεύθυνση θεωρούνται, κατά τους ίδιους παράγοντες, τα εξής:
•Να επανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, κάτι που ήδη έχει επιτευχθεί, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να «βγαίνει μπροστά».
•Να αναπροσαρμόσει την προεκλογική εκστρατεία της υπό το φως των νέων δεδομένων.
Κυβερνητικοί παράγοντες επισημαίνουν ότι από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση κινήθηκε προς τη σωστή διαχείριση της κρίσης και ο πρωθυπουργός εμφάνισε γρήγορα αντανακλαστικά. Πέραν της συγγνώμης,ο κ. Μητσοτάκης απαίτησε γρήγορη απονομή ευθυνών και ανέλαβε πρωτοβουλίες που θα απαντούν στο θέμα που έχει τεθεί εκ των πραγμάτων, την αντιμετώπιση των παθογενειών του κράτους. Εμφανίστηκε δηλαδή ως η δύναμη που μπορεί «να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα», ως η δύναμη που μπορεί να φέρει αλλαγή σε αντιλήψεις και πρακτικές της αναξιοκρατίας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να συντηρεί ελπίδες ανάκαμψης. Αλλά το σημαντικότερο, επισημαίνουν οι ίδιοι κυβερνητικοί παράγοντες, είναι το γεγονός ότι στην πορεία προς τις εκλογές η αντιπαράθεση δεν θα είναι μονοθεματική.
Οι πολίτες μπροστά στις κάλπες, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει, κάνουν τον δικό τους απολογισμό, που περιλαμβάνει όλα όσα έζησαν στην προηγούμενη περίοδο. Θα κάνουν συγκρίσεις και θα πειστούν ή όχι από τις εξαγγελίες των κομμάτων και έτσι θα ψηφίσουν. Πρέπει να επιλέξουν, υποστηρίζουν στελέχη της Πειραιώς, τη συνέχιση της προοδευτικής, μεταρρυθμιστικής και φιλελεύθερης πορείας, η οποία διασφάλισε τόσο τις κοινωνικές παροχές όσο και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών. «Ο πρωθυπουργός», τονίζουν τα ίδια στελέχη, «υπόσχεται να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να σαρωθεί επιτέλους ό,τι κρατάει την Ελλάδα πίσω, να αλλάξουμε πιο γρήγορα πιο πολλά, ώστε να έχουμε μια χώρα που μας αξίζει. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπόσχεται…πολακισμό. Αυτή είναι η διαφορά μας…».
Τελικά ποιος μπορεί;
Κατά τις ίδιες κυβερνητικές πηγές, το ζητούμενο παραμένει και εκφράζεται με το ερώτημα «ποιος μπορεί να κάνει τα αναγκαία βήματα την επόμενη μέρα και ποιος μπορεί να λύσει προβλήματα και να αντιμετωπίσει παθογένειες της χώρας». Σε αυτά προσθέτουν μάλιστα και την παράμετρο της διαφαινόμενης νέας παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης. Εφόσον αυτή εκδηλωθεί, λένε,θα ενισχυθεί η ανάγκη της σταθερότητας, στην οποία επενδύει πολιτικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όταν σε αυτήν τη βάση διατυπώνει τα εκλογικά διλήμματα. Οι πολίτες,επισημαίνει κυβερνητική πηγή, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, απεύχονται την ακυβερνησία. Μετά από δεκαπέντε χρόνια πολλαπλών κρίσεων, επιθυμούν τη σταθερότητα και την ανάπτυξη, απωθούνται από την μπαχαλοποίηση και ζητούν ουσιαστικές αλλαγές, τις οποίες μπορεί να πραγματοποιήσει μόνο μία αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ. «Επίσης, ψηφίζουν συγκριτικά. Με την ψήφο τους αποκλείουν το κόμμα που θεωρούν ως χειρότερο. Και όσο η εναλλακτική είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Πολάκης, τόσο οι δυσαρεστημένοι της “γκρίζας ζώνης” θα προσεγγίζουν τη ΝΔ».
Σενάρια 3ης κάλπης
Ως προς τον χρόνο των εκλογών,αλλά και ως προς την επόμενη ημέρα και τις προοπτικές σχηματισμού κυβέρνησης, νέα σενάρια εξετάζονται ή διακινούνται τις τελευταίες ημέρες.Η αιωρούμενη εκκρεμότητα του χρόνου των εκλογών αναγκάζει όλα τα κομματικά επιτελεία σε μια παρατεταμένη ετοιμότητα, με άγνωστο χρονικό ορίζοντα. Βεβαιότητες δεν υπάρχουν και οι αναφορές σε συγκεκριμένες ημερομηνίες περιορίζονται προς το παρόν σε… διαρροές.
Υπό αυτή την έννοια, το σενάριο της διενέργειας των εκλογών στις 21 Μαΐου παραμένει και είναι εκείνο το οποίο εξακολουθούν να διακινούν κυβερνητικοί παράγοντες και στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου. Ωστόσο, είναι αισθητή και μια επιφύλαξη, καθώς κανένας δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιος ότι έως τότε θα έχει τροποποιηθεί η σημερινή δημοσκοπική τάση και θα έχει ανακτήσει η κυβέρνηση, όπως πιστεύει το Μέγαρο Μαξίμου, μέρος ή και το όλον της εκλογικής της δυναμικής.
Ως προς αυτό, πολλά θα κριθούν έως το Πάσχα, οπότε και θα διαφανεί αν στο διάστημα των επόμενων εβδομάδων θα υπάρξει δημοσκοπική ανάκαμψη. Να σημειωθεί ότι, αν εν τέλει οι εκλογές διεξαχθούν στις 21 Μαΐου, θα πρέπει να προκηρυχθούν λίγο πριν ή λίγο μετά από την Κυριακή του Θωμά (23 Απριλίου).Με την προκήρυξη των εκλογών θεωρείται βέβαιο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επανέλθει και θα επιμείνει στη στρατηγική της αυτοδυναμίας, η οποία, κατά κυβερνητικούς παράγοντες, στα νέα πολιτικά δεδομένα που διαμορφώνονται, καθίσταται περισσότερο από ποτέ αναγκαία.
Ο κ. Μητσοτάκης προς το τέλος της προηγούμενης χρονιάς είχε δηλώσει πως, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, είναι ανοικτός για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και φυσικά με πρωθυπουργό τον νικητή των εκλογών, που θα είναι ο ίδιος.Με δεδομένη τη θέση του κ. Ανδρουλάκη για «όχι σε Μητσοτάκη ή Τσίπρα» (παρότι στις τελευταίες του τοποθετήσει ςο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν επαναφέρει την θέση αυτή), τα περιθώρια συμφωνίας ίσως είναι εξαιρετικά περιορισμένα, ειδικά εάν το ΠΑΣΟΚ εξέλθει αποδυναμωμένο από τις επερχόμενες αναμετρήσεις. Οπότε, οι τρίτες κάλπες ίσως καταστούν αναπόφευκτες. Αλλά το ερώτημα, εφόσον γίνει μια τέτοια επιλογή, είναι πότε θα μπορούσαν να γίνουν οι τρίτες εκλογές; Με βάση το εκλογικό σενάριο της 21ης Μαΐου και με αυτά τα δεδομένα, δεύτερες εκλογές θα πρέπει να διεξαχθούν στις 2 Ιουλίου και, αν χρειαστούν τρίτες, θα φτάσουν κοντά στον Δεκαπενταύγουστο…
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο