Ισχυρή πρωτιά της ΝΔ, ποσοστό αποδοκιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ και ψήφος-τιμωρία του ΠΑΣΟΚ θα καθορίσουν το ποιος και πώς θα κυβερνήσει.
Στις προσεχείς εκλογές, οι πολίτες ασφαλώς δεν εκλέγουν μόνο Βουλή. Επιλέγουν και αυτόν που θα τους κυβερνήσει ανάμεσα στους επικεφαλής των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο τους. Και ασφαλώς δεν θα στηθούν κάλπες για τον, κατά τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, «άγνωστο Χ» που θα μας κυβερνήσει.
Στον δρόμο προς τις εκλογές όμως και για να φτάσουν οι πολίτες στον «γνωστό» που θα κυβερνήσει, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους κάποια στοιχεία, κάποια νούμερα, που αφορούν τον κάθε αρχηγό κόμματος ξεχωριστά και τα οποία, αναλόγως των εκλογικών αποτελεσμάτων, θα καθορίσουν τις εξελίξεις.
Τα «στοιχεία»
Και αυτά τα στοιχεία είναι… αριθμητικά. Σε ό,τι αφορά τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ: Το κρίσιμο νούμερο είναι το 32%-33% στην πρώτη κάλπη. Γιατί; Επειδή με αυτό το ποσοστό εξασφαλίζει δύο πράματα. Πρώτον, κάτι παραπάνω από 100 έδρες και, δεύτερον, μία δυναμική που του προσφέρει το δικαίωμα να ελπίζει βασίμως και να επιδιώξει την αυτοδυναμία στη δεύτερη κάλπη, διεκδικώντας ένα ποσοστό της τάξης του 37%-38%. Γιατί είναι σημαντικές οι 100 έδρες; Επειδή με αυτόν τον κοινοβουλευτικό συσχετισμό αποκλείει ένα ακραίο σενάριο: Το ότι το ενδεχόμενο να συγκεντρώνουν τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής περισσότερες από 200 έδρες μπορεί να οδηγήσει σε μία «ανίερη συμμαχία» με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ και τον σχηματισμό μίας κυβέρνησης… ειδικού σκοπού. Ποιος μπορεί να είναι αυτός; Η νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου και η κατάργηση της ενισχυμένης αναλογικής, ώστε και οι δεύτερες εκλογές να γίνουν με απλή αναλογική. Ακούγεται και είναι εξωπραγματικό, αλλά στην πολιτική τίποτε δεν αποκλείεται.
Υπό αυτό το πρίσμα και με δεδομένο ότι, κατά τις δημοσκοπήσεις, δεν υπάρχουν μετακινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, η αριθμητική προτεραιότητα του Αλέξη Τσίπρα είναι… να μην πιάσει το 33% ο Μητσοτάκης. Δευτερευόντως, να πιάσει αυτός το 30%-31%, ώστε να μην έχει μουρμούρες από τα αριστερά της Αριστεράς του και γκρίνιες, αλλά και για να διατηρήσει κάποιες ελπίδες για τη δεύτερη κάλπη της ενισχυμένης αναλογικής.
Σε ό,τι αφορά τον Νίκο Ανδρουλάκη, το κρίσιμο νούμερο και θετικό γι’ αυτόν σενάριο είναι το (πάνω από) 10%-11%, για να παίξει, όπως επιθυμεί, τον ρόλο του «ρυθμιστή». Κάποιο άλλο ενδεχόμενο θα είναι ούτως ή άλλως αρνητικό γι’ αυτόν. Με το διψήφιο ποσοστό (άνω του 10%) το ΠΑΣΟΚ θα εκλέξει τουλάχιστον 30 βουλευτές και όλοι τους θα επιθυμούν εναγωνίως να παραμείνουν στη Βουλή. Θα γνωρίζουν, όμως, ότι με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, ακόμη και αν το κόμμα έχει εξίσου καλή επίδοση στις δεύτερες εκλογές, οι έδρες του θα είναι λιγότερες, επειδή το μπόνους των 40 εδρών του πρώτου «τροφοδοτείται» σε σημαντικό βαθμό από το τρίτο κόμμα.
Συνεπώς, αν υπάρχει ένα κόμμα που δεν επιθυμεί δεύτερες εκλογές είναι με βεβαιότητα το ΠΑΣΟΚ και, υπό αυτούς τους όρους, είναι και ο πιο αδύναμος κρίκος. Αυτό θα καθορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις διαθέσεις των βουλευτών του και τις αποφάσεις που θα πρέπει να λάβουν, για να μην οδηγηθεί η χώρα σε ακυβερνησία.
Ακυβερνησία και αυτοδυναμία
Βέβαια, το θέμα της ακυβερνησίας θα απασχολήσει τους πολίτες, όσο θα περνούν οι μέρες και η ώρα της κάλπης θα πλησιάζει. Τότε θα φανούν ίσως οι αδιέξοδες στρατηγικές των κομμάτων της αντιπολίτευσης και θα αρχίσει να αποτυπώνεται όλο και πιο πολύ η αναγκαιότητα για αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Σε αυτή την προοπτική της αυτοδυναμίας συνηγορούν, αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν, και τα αποτελέσματα των εκλογών που διεξήχθησαν ουσιαστικά σε δύο φάσεις, το 2012 και το 2019.
Το 2012 διενεργήθηκαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις σε διάστημα 40 ημερών. Στις πρώτες εκλογές (6 Μαΐου 2012), η ΝΔ έλαβε λίγο κάτω από το 19%, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε από το 5% στο 16,5% και το ΠΑΣΟΚ καταποντίστηκε από το 44% στο 13%. Συγχρόνως ένα νεοσύστατο κόμμα, οι ΑΝΕΛ, με την πρώτη τους εκλογική εμφάνιση κινήθηκαν περί το 10,5%. Στις δεύτερες εκλογές (17 Ιουνίου 2012), η ΝΔ εκτινάχθηκε στο 29,66%, αυξάνοντας τη δύναμή της κατά περίπου 630.000 ψήφους. Σε μια ανάλογη πορεία και ο ΣΥΡΙΖΑ, που από το 16,5% «πέταξε» περί το 27%. Τι βλέπουμε; Μετά τις πρώτες εκλογές του Μαΐου, και προ του φάσματος της κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος, πρυτάνευσε η λογική και παραμερίστηκαν αντιρρήσεις και πικρίες. Στις ευρωεκλογές του 2019, η ΝΔ έλαβε το 33% των ψήφων και ο ΣΥΡΙΖΑ το 23,75%. Στις εθνικές εκλογές που διεξήχθησαν μετά από σαράντα ημέρες, η ΝΔ κινήθηκε οριακά κάτω από το 40%, αυξάνοντας τη δύναμή της σε σχέση με τις ευρωεκλογές κατά 380.000 ψήφους.
Αξίζει να σημειωθεί πως, από το 2009 και με εκλογικό σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, έχουν διεξαχθεί στη χώρα μας έξι εκλογικές αναμετρήσεις, έχουν σχηματιστεί επτά κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης Παπαδήμου) και μόλις δύο από αυτές ήταν αυτοδύναμες: Εκείνη του Γιώργου Παπανδρέου το 2009 και η σημερινή του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2019. Όλες οι άλλες ήταν κυβερνήσεις λιγότερο ή περισσότερο αλλόκοτης ή απροσδόκητης συνεργασίας. Κάποιες από αυτές είχαν αποτελέσματα μετρήσιμα και θετικά, όπως η κυβέρνηση Παπαδήμου και η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, με την παρ’ ολίγον ολοκλήρωση της μνημονιακής περιπέτειας. Άλλες είχαν άλλου τύπου αποτελέσματα, όπως αυτή του Τσίπρα με τον Καμμένο, που έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.
Ενισχύεται το πρώτο κόμμα
Τι δείχνουν τα παραπάνω στοιχεία και αριθμοί; Όταν διεξάγονται δύο εκλογικές αναμετρήσεις σε διάστημα λιγότερο από δύο μήνες, στις δεύτερες εκλογές το πρώτο κόμμα αυξάνει θεαματικά τη δύναμή του, όπως και το δεύτερο. Μόνο που το πρώτο κόμμα σχηματίζει κυβέρνηση. Η υπενθύμιση, δε, για την πολιτική πραγματικότητα της τελευταίας 15ετίας, σε συνδυασμό με το σημερινό πολιτικό περιβάλλον, ίσως να είναι χρήσιμη εν όψει εκλογών και βάσει των σημερινών δημοσκοπικών δεδομένων. Και ασφαλώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από εκείνους που σχεδιάζουν τις εκλογικές και, κυρίως, τις μετεκλογικές στρατηγικές και προτεραιότητες των κομμάτων. Μέσα σε αυτό το σημερινό πολιτικό περιβάλλον πάντως, είναι πιθανό οι πρώτες εκλογές να μετατραπούν σε καταστάσεις «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν». Να καταγραφούν δηλαδή παράξενες τάσεις, που θα δεν θα εγγυώνται καλύτερη κατάληξη στις δεύτερες εκλογές, αλλά αντίθετα θα αποτελούν την πρώτη ύλη για μια συνταγή ακυβερνησίας.
Ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο, που είχαν ξεκινήσει οι συζητήσεις για τις εκλογές, είχε γίνει αντιληπτό, τόσο από το πολιτικό προσωπικό όσο και από τους πολίτες, πως το ενδεχόμενο διπλών εκλογών δεν θα έπρεπε να αποκλείεται. Η διαπίστωση αυτή, από μόνη της, υποβάθμισε τη σημασία των πρώτων εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής. Έτσι, σήμερα σε πολλούς είναι διάχυτη η εικόνα, πως οι πρώτες εκλογές είναι άνευ σημασίας και βαρύτητας, αφού όλα θα κριθούν στις δεύτερες, που αναγκαστικά θα οδηγήσουν στη δημιουργία κυβέρνησης.
Επομένως δεν θα ήταν αδόκιμο να θεωρήσουμε πως στις πρώτες κάλπες θα μετρηθούν ψήφοι που δεν θα καταγράφουν το τι θέλουν, όπως είπε ο πρωθυπουργός, αλλά περισσότερο το τι δεν θέλουν. Δεν θα καταγράφουν δηλαδή την πραγματική βούληση των ψηφοφόρων για το ποιος επιθυμούν να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Αλλά θα καταγράφουν την άρνησή τους και τη κριτική τους, την απογοήτευσή τους από το σύστημα, την απόρριψη και τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στο σύστημα.
Είναι πολύ πιθανόν, λοιπόν, οι πρώτες εκλογές να αποτελέσουν ένα είδος δημοψηφίσματος, έναν τρόπο καταγραφής διαμαρτυρίας, μέσω του οποίου να εκδηλωθεί και να αποτυπωθεί με ιδιαίτερα χαλαρό τρόπο το «δεν», το «αντί» και το «όχι».
Εκδήλωση θυμικού;
Στη μετατροπή των πρώτων εκλογών σε μια εκδήλωση του θυμικού, και όχι σε μια εκδήλωση συνειδητής επιλογής, έχουν συμβάλει και οι θέσεις των κομμάτων και δη της αντιπολίτευσης, που έχουν μετατρέψει την εκλογική διαδικασία σε ένα τεράστιο κουτάκι-έκπληξη, που το ανοίγεις και δεν γνωρίζεις τι θα βρεις μέσα. Θα βρεις κυβέρνηση ηττημένων που θα διαθέτουν πλειοψηφία; Προοδευτική συγκυβέρνηση όπου ουδείς γνωρίζει ποιοι θα συμμετέχουν; Οικουμενική κυβέρνηση στην οποία δεν θα συμμετέχουν πολιτικοί αρχηγοί; Πολλά μικρά κόμματα ενισχυμένα τα οποία θα αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους;
Οι πρόσφατες εμφανίσεις των αρχηγών των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε τηλεοπτικές εκπομπές, όχι μόνο δεν επιχείρησαν να ξεκαθαρίσουν έστω και στο ελάχιστο το τοξικό προεκλογικό τοπίο και τις θολές θέσεις τους, αλλά μίλησαν με γρίφους, με αοριστίες και με τσιτάτα. Λες και κρατούν κάποιον κρυφό πολιτικό μπαλαντέρ στα χέρια τους.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης αρνείται συνεργασία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ μιλάει για «προοδευτική» συγκυβέρνηση στην οποία δεν θα συμμετέχει ούτε και το κόμμα του Γιάννη Βαρουφάκη. Όμως έτσι δεν συγκροτείται κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα στηρίξει μια τέτοια κυβέρνηση.
Και ο Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζει τη δική του κυβερνητική πρόταση, δίχως ακριβείς θέσεις, δίχως προτάσεις, πέρα από τη σύγκρουση με το «καθεστώς» της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Όλα αυτά αποτελούν σενάρια ακυβερνησίας. Σενάρια που οδηγούν σε κοινωνική ανησυχία και σε οικονομική αναταραχή. Και σενάρια που μας φέρνουν μπροστά ακόμη και στον κίνδυνο ενός νέου 2015, με τον σχηματισμό της συμμαχικής κυβέρνησης μεταξύ των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Μιας κυβέρνησης που παρά λίγο να φθάσει τη χώρα στο χείλος της καταστροφής. Η, κατά το Μέγαρο Μαξίμου, «σιωπηρή πλειοψηφία» θα επιτρέψει, με την (μη) ψήφο της, να ξαναζήσουμε αυτόν τον εφιάλτη;
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο