Η Ελλάδα έχει αποδείξει την αξιοπιστία της προς τη Δύση, την Ευρώπη, και τώρα είναι σε θέση να βοηθήσει αποτελεσματικά και στον ενεργειακό της εφοδιασμό , δηλώνει σε συνέντευξή του στο «Π» ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων (Foreign Affairs Institute), Λουκάς Γ. Κατσώνης.
Η ενεργειακή διπλωματία ή η διπλωματία των αγωγών κατά πόσο ενισχύει γεωπολιτικά τη χώρα μας;
Και βέβαια ενισχύεται η χώρα μας γεωπολιτικά από τις ενεργειακές της συνεργασίες. Κατ’ αρχήν θα έλεγα ότι κάθε συνεργασία, ενεργειακή ή μη, ενισχύει μια χώρα. Αλλά στην παρούσα συγκυρία η ενεργειακή κατάσταση του κόσμου, και της Ευρώπης ειδικότερα, βρίσκεται σε μεγάλη αναταραχή. Εδώ παίζουν σημαντικό ρόλο δύο παράγοντες: Ποιες χώρες μπορούν να διευκολύνουν τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης –είτε με δικά τους καύσιμα είτε ως διαμετακομιστές καυσίμων– και ποιες χώρες μπορούν να το κάνουν αυτό αξιόπιστα. Είναι και τα δύο πολύ σημαντικά.
Ε, λοιπόν, η Ελλάδα έχει αποδείξει την αξιοπιστία της προς τη Δύση, προς την Ευρώπη, και τώρα είναι σε θέση να βοηθήσει αποτελεσματικά και στον ενεργειακό εφοδιασμό της.
Θέλω να πιστεύω ότι σύντομα, μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, η Ελλάδα θα προμηθεύει την Ευρώπη και με ενεργειακούς πόρους, ορυκτούς και μη, δικής της παραγωγής.
Να το θέσω κι αλλιώς: Η Ελλάδα φιλοδοξεί να γίνει ενεργειακός διαμετακομιστικός κόμβος και το έχει πετύχει αυτό σε έναν μεγάλο βαθμό με το φυσικό αέριο. Μας προστατεύει αυτό από τις αναθεωρητικές θέσεις της Τουρκίας;
Εδώ έχω κάποιες επιφυλάξεις. Θα ξεκινήσω με ένα παράδειγμα. Η Ουκρανία ήταν μια χώρα με τεράστια δίκτυα αγωγών, κυρίως φυσικού αερίου, που τροφοδοτούσαν μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Την προστάτεψε αυτό από τον αναθεωρητισμό της Ρωσίας; Προφανώς όχι.
Το ίδιο ισχύει και με την Ελλάδα. Η χώρα μας είναι το μεγάλο εμπόδιο που αντιμετωπίζει η Τουρκία, στην προσπάθεια επέκτασης της επιρροής της –για να το πω διπλωματικά– προς τη Δύση. Από όλες τις άλλες πλευρές έχει βρει τον τρόπο να επεκταθεί: Νοτίως έχει εισβάλει στη Συρία και κατέχει παρανόμως το βόρειο τμήμα της Κύπρου, ανατολικά έχει το Αζερμπαϊτζάν που λειτουργεί ως κράτος-πληρεξούσιος αλλά έχει και άλλα τουρκογενή κράτη πιο πέρα, προς βορρά έχει επεκτείνει την ΑΟΖ της στα 200 μίλια υιοθετώντας το Δίκαιο της Θάλασσας,παρότι ούτε το έχει υπογράψει ούτε το υιοθετεί στην περίπτωση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Και παρεμβαίνει στα Βαλκάνια, στην Αφρική και όπου αλλού μπορεί. Στην Ελλάδα και προς Δυσμάς δεν μπορεί.
Η επιθυμία της Τουρκίας δεν νομίζω ότι θα αλλάξει. Ίσως σήμερα να είναι αδύναμη λόγω των οικονομικών προβλημάτων της, που έγιναν ακόμη πιο σοβαρά από τους πρόσφατους σεισμούς, αλλά οι βασικές τουρκικές στρατηγικές, όπως και το κυρίαρχο αίσθημα των Τούρκων έναντι της Ελλάδας, δεν θα αλλάξει. Άρα η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό την τουρκική πίεση ουσιαστικά εις το διηνεκές, και γι’ αυτό πρέπει πάντα να προετοιμάζεται ανάλογα.
Έργα όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας μπορούν να συμβάλουν στην αποτροπή εχθρικών πράξεων από τη γείτονα ή μπορεί να συμβαίνουν παράλληλα;
Το ερώτημα αυτό είναι ουσιαστικά προέκταση του προηγουμένου και καλώς το θέσατε για να εξηγηθούν τα πράγματα λίγο καλύτερα. Οι ενεργειακές συνεργασίες, επειδή ακριβώς αφορούν σε ζωτικά κρατικά συμφέροντα των συμμετεχόντων χωρών, αυξάνουν τη γεωπολιτική σημασία τους. Ταυτόχρονα απομειώνουν τη σημασία των χωρών που είτε δεν συμμετέχουν καθόλου, είτε αποτελούσαν μέρη παλαιότερων αντίστοιχων συμφωνιών. Και τούτο, το τελευταίο, συμβαίνει επειδή με τις νέες συμφωνίες επιτυγχάνεται αυτό που λέμε «διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών».
Στο παράδειγμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ισραήλ – Κύπρου- Ελλάδας, οι τρεις χώρες αλληλο-ενισχύονται και αποκτούν συμφέρον να μην απειληθεί καμιά εκ των τριών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Ισραήλ δεν θα ήθελε να δει την Ελλάδα ή την Κύπρο να εμπλέκεται σε εχθροπραξίες με την Τουρκία, καθώς αυτό θα έβαζε σε κάποιο κίνδυνο ένα τμήμα των ενεργειακών της συμφερόντων.
Αλλά είναι αυτός επαρκής αποτρεπτικός παράγων; Νομίζω, όχι. Η αποτελεσματικότερη αποτροπή είναι οι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις που στηρίζονται σε μια ισχυρή εθνική οικονομία και σε μια γενναία, αποφασιστική ηγεσία. Αυτό είναι το τρίπτυχο της ουσιαστικής αποτροπής.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε και με προτροπή της Ουάσιγκτον τις ενεργειακές οδεύσεις προς την Ευρώπη. Αυτά τα δύο γεγονότα σε ποιον βαθμό αλλάζουν και τη γεωστρατηγική των κρατών-μελών της ΕΕ;
Σε μεγάλο βαθμό, και σε ολόκληρη την ΕΕ, αλλά όντως με ειδικά χαρακτηριστικά σε κάθε περιοχή της και σε κάθε κράτος-μέλος.
Δείτε την περίπτωση της Γερμανίας, που είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική. Αποφάσισε και μείωσε δραματικά τις εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία, είδε τον αγωγό NordStream 2 να καταστρέφεται, και στράφηκε σε εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ και αλλού. Επίσης καθυστερεί το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που της είχαν απομείνει σε λειτουργία(σ.σ.τελικώς οι τρεις εναπομείναντες αντιδραστήρες της Γερμανίας ανακοινώθηκε προσφάτως ότι κλείνουν, παρά τις αντιδράσεις ότι η πυρηνική ενέργεια είναι εναλλακτική λύση έναντι των σταθμών που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου).
Η στροφή της Γερμανίας μακριά από την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία την ξαναφέρνει στο κέντρο της φιλελεύθερης Ευρώπης και πολύ εγγύτερα στις ΗΠΑ από όσο τα περασμένα χρόνια. Αντιτάχθηκε ξεκάθαρα στη ρωσική επιθετικότητα – μέχρι που έστειλε εξοπλισμό στην Ουκρανία, ώστε να αντισταθεί στην εισβολή της Ρωσίας. Αυτή ήταν μια τεράστια γεωστρατηγική μεταβολή, την οποία ακολούθησαν η Ολλανδία, η Δανία, η Τσεχία, και άλλες χώρες που παλαιότερα ήταν πιο ουδέτερες έναντι της Ρωσίας.
Επίσης, στην περιοχή μας, η Ελλάδα αναβαθμίζεται γεωστρατηγικά, και λόγω των σχετικών θεμάτων με το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, αλλά και διότι αναβιώνει το ενδιαφέρον για τον αγωγό EastMed, καθώς και για τον μικρότερο αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη.
Η κλιματική αλλαγή πόσο επηρεάζει τις διεθνείς σχέσεις και τη διεθνή πολιτική;
Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα το οποίο, αν δεν γίνει κάτι σύντομα, θα «σκάσει» στα χέρια των κυβερνήσεων τα επόμενα χρόνια.
Ήδη βλέπετε ότι έχουμε έναν διαχωρισμό μεταξύ των χωρών που ρυπαίνουν πολύ και εκείνων που ρυπαίνουν λίγο, και τη διαμάχη μεταξύ τους για το ποιος πρέπει να πληρώσει το κόστος της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια. Οι φτωχές χώρες ισχυρίζονται ορθώς ότι δεν έχουν συμβάλει στην κλιματική αλλαγή σχεδόν καθόλου, ενώ τη συντριπτικά μεγαλύτερη ευθύνη την έχουν οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες. Αλλά και μεταξύ των βιομηχανικών χωρών υπάρχει διάσταση ευθύνης και απόψεων: σήμερα η Κίνα και η Ινδία ρυπαίνουν μακράν περισσότερο από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, επειδή χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό άνθρακα και πετρέλαιο.
Ένα άλλο τεράστιο σχετικό ζήτημα είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ήδη, χώρες που μοιράζονται τη Σαχάρα, αλλά και η Σαουδική Αραβία, επενδύουν στην κατασκευή μεγάλων φωτοβολταϊκών πάρκων στις ερήμους, όπου δεν βρέχει σχεδόν ποτέ και σπάνια υπάρχει συννεφιά.
Οι χώρες που σήμερα βασίζουν την οικονομία τους στην παραγωγή και εξαγωγή ορυκτών ενεργειακών πόρων, αλλά δεν έχουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, θα βρεθούν σε δύσκολη θέση.
Βλέπετε λοιπόν ότι η κλιματική αλλαγή φέρνει και μια νέα γεωπολιτική, στην οποία θα υπάρξουν μεγάλες εντάσεις μέχρις ότου βρεθούν οι νέες ισορροπίες.
Στρατηγικής σημασίας οι επενδύσεις σε ΑΠΕ
Λουκάς Κατσώνης: Χώρες με άφθονη ηλιοφάνεια, ή πλούσιους υδάτινους πόρους, ή ακόμα που διαθέτουν υψηλή τεχνολογία και περίσσεια κεφαλαίων για να επενδύσουν σε ΑΠΕ, θα αποκτήσουν ιδιαίτερο βάρος στο διεθνές σύστημα, ανάλογο με εκείνο που έχουν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες σήμερα.
του Φίλη Καϊτατζή
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο