Η χώρα οδεύει προς τις κάλπες με έναν εκλογικό νόμο ο οποίος θεωρητικά ευνοεί, αν δεν επιβάλλει κιόλας, τις συνεργασίες. Αυτή η θεωρητική σύλληψη όμως δεν φαίνεται να αντιστοιχίζεται σήμερα στη χώρα μας σε καμία πραγματικότητα.
Το κυβερνών κόμμα, που προπορεύεται και στις δημοσκοπήσεις, διαφωνεί επί της αρχής, όπως έχει κάθε δικαίωμα να κάνει, και θεωρεί ότι η απλή αναλογική οδηγεί σε ακυβερνησία. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που παρέα με «απόκομμα της άκρας Δεξιάς» ψήφισε τον ισχύοντα εκλογικό νόμο στο τέλος της κυβερνητικής του θητείας για προφανείς λόγους, ψάχνει τώρα εταίρους με το κιάλι. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα μικρότερα κόμματα στα αριστερά του, παρά την υποτιθέμενη ιδεολογική συνάφεια, απορρίπτουν εντελώς την ιδέα της συμμαχικής κυβέρνησης, ακόμη και την κυβέρνηση ανοχής.
Μένει το τρίτο κόμμα, ο λεγόμενος «ρυθμιστής», ο οποίος όμως θέτει δύο μάλλον «επαχθείς» όρους για οποιαδήποτε συνεργασία. Ο ένας είναι να πετύχει διψήφιο ποσοστό στις κάλπες και ο δεύτερος να μην τεθεί επικεφαλής της κυβέρνησης κανένας από τους επικεφαλής των δύο κομμάτων εξουσίας.
Αν όμως με τον πρώτο όρο μεταφέρεται το βάρος της συνεργασίας στους ψηφοφόρους, με τον δεύτερο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η εντολή τους. Ο τρίτος εννοεί να επιβάλει άλλον πρωθυπουργό από εκείνον που θα έχουν επιλέξει πολύ περισσότεροι ψηφοφόροι από τους δικούς του με την ψήφο τους.
Το τελικό συμπέρασμα δεν προσφέρει και πολύ χώρο στην αισιοδοξία. Στην πολιτική υποτίθεται πως λέγονται πράγματα που δεν γίνονται και γίνονται πράγματα που δεν λέγονται. Στο πεδίο των συνεργασιών όμως γινόμαστε μάρτυρες μιας εντελώς ιδιάζουσας κατάστασης, όπου τίποτε δεν γίνεται επειδή λέγονται τα πάντα.
Όπως φαίνεται λοιπόν, είναι τόσο κατακερματισμένο το πολιτικό σκηνικό τώρα, που μοιάζει σχεδόν αδιανόητο πώς θα μπορούσαν να συνεργαστούν κάποια κόμματα για τη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι τόσο διαμετρικά αντίθετες οι απόψεις και οι θέσεις τους, και ίσως τα μίση και τα πάθη σε διαπροσωπικό επίπεδο, που αδυνατεί κανείς να αντιληφθεί πώς θα μπορέσουν να καθίσουν σε ένα τραπέζι και να συμφωνήσουν στην επίλυση των προβλημάτων του πολίτη και της ελληνικής κοινωνίας.
Και μην ξεχνάμε πως εδώ έχουμε να κάνουμε με την Ελλάδα και όχι με τη Γερμανία, τη Δανία ή τη Σουηδία και όσες φορές στο παρελθόν είδαμε συνεργατικές κυβερνήσεις, αυτές πέραν από αναποτελεσματικές απεδείχθη πως για το μόνο που νοιάστηκαν ήταν οι κυβερνητικές θέσεις εξουσίας με… ποσόστωση!
Kατά συνέπεια, τώρα πρέπει να δούμε τη η ζωή μας στο μέλλον. Να σκεφτούμε τι έχουμε να χάσουμε ή να κερδίσουμε με τις ψύχραιμες επιλογές μας. Τουλάχιστον τώρα τους δοκιμάσουμε σχεδόν όλους και μπορούμε να κρίνουμε τι μας διασφαλίζει ο καθένας από τους διεκδικητές της ψήφου μας. Η δικαιολογία «δεν ξέραμε» δεν ισχύει πλέον.
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο