Επειδή πολλά «πατριωτικά» ακούστηκαν τις μέρες αυτές, μετά τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο και επειδή, με αφορμή τα περί Χάγης, περίσσεψαν οι φράσεις, όπως «υποχωρήσεις» και «ξεπούλημα της εθνικής κυριαρχίας», είναι ανάγκη να διευκρινιστούν κάποια πράγματα.
Κατ’ αρχήν, τι είπε ο Μητσοτάκης; Ουσιαστικά επιβεβαίωσε ότι συζήτησε με τον Ερντογάν την προοπτική προσφυγής στη Χάγη μόνο για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Ρωτήθηκε αν αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει σε απομείωση της κυριαρχίας. Είπε: «Αυτό είναι μία σχετική έννοια, αλλά πρέπει να σας πω ότι οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως να συνεπάγεται και υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις, οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μίας διαπραγμάτευσης. Αλλά το ερώτημα είναι αν θα μείνουμε με τη διαφορά αυτή ανεπίλυτη, ενώ η Ιστορία μάς προσφέρει μία ευκαιρία να τη λύσουμε».
Είναι μία τολμηρή θέση. Είναι μία θέση όμως που επιβάλλεται από την ίδια την πραγματικότητα. Αν απορριφθεί, τότε υπάρχουν δύο επιλογές: Να συζητήσουμε με την Τουρκία πάνω στη βάση υποχωρήσεων, που θα κάνει μόνο αυτή (η «γείτων χώρα» δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, άρα θα πρέπει να υποχωρήσει και να συνυπογράψει συνυποσχετικό), ή να μη συζητήσουμε καθόλου. Όμως κάτι τέτοιο οδηγεί στη διαιώνιση του πιο ακριβού προβλήματος στην ιστορία της χώρας: Αν δεν υπάρξει βιώσιμη λύση του βασικού προβλήματος, που έχουμε με την Τουρκία, θα παραμείνουμε οι καλύτεροι πελάτες των αμυντικών βιομηχανιών μέσα σε ένα μόνιμο καθεστώς έντασης.
Η ευκαιρία είναι πράγματι ιστορική. Έχουμε δύο κυβερνήσεις με νωπή ισχυρή εντολή, την πίεση του αμερικανικού παράγοντα και τη νέα προσπάθεια της Τουρκίας να στραφεί προς την Ευρώπη. Και ο Μητσοτάκης δείχνει έτοιμος να κάνει το μεγάλο βήμα. Να επιλύσει με δίκαιο τρόπο, με όρους «οι οποίοι θα είναι προφανώς συμβατοί με την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων» και με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο, αυτήν τη μεγάλη διαφορά που έχουμε με την Τουρκία.
Βεβαίως, ο δρόμος προς τη Χάγη δεν είναι καθόλου εύκολος ούτε είναι αυτονόητο ότι θα φτάσουμε εκεί. Αλλά με δεδομένο ότι η επίλυση της βασικής διαφοράς με την Τουρκία είναι προς όφελος της Ελλάδας, η γνώση του βασικού κανόνα ότι κάθε διαπραγμάτευση πιθανόν να σημαίνει και «κάποιες υποχωρήσεις» αποτελεί μια αυτονόητη διατύπωση για όσους αντιλαμβάνονται έστω τα στοιχειώδη στο πεδίο των διεθνών σχέσεων.
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο