Αυτό το καλοκαίρι είχε καταστροφές και πένθος, σε έκταση και μέγεθος που κανείς μας δεν φανταζόταν. Άρχισε από τη Ρόδο και τη Δαδιά, συνεχίστηκε με μια εγκληματική ενέργεια σε δημόσια θέα στο λιμάνι του Πειραιά και βεβαίως «έκλεισε» με την πλημμύρα της χιλιετίας στον θεσσαλικό κάμπο, και όχι μόνο. Με θύματα ανθρώπους και ζωντανά, βυθίζοντας στο νερό γειτονιές, χωριά, σπίτια, επιχειρήσεις, περιουσίες, καλλιέργειες. Το ίδιο διάστημα γίναμε θεατές περιπτώσεων πολιτικών προσώπων, τα οποία βρέθηκαν εκτεθειμένα από ένα «στραβοπάτημα»: Ο χορός του πρώην περιφερειάρχη Αττικής Γιώργου Πατούλη στο Ζάππειο, το σύντομο ταξίδι διακοπών του πρώην υπουργού Προστασίας του Πολίτη Νότη Μηταράκη στην Πάτμο και το «σχόλιο» του πρώην υπουργού Ναυτιλίας Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη για το τραγικό γεγονός στο λιμάνι του Πειραιά.
Και τώρα που μετράμε τις καμένες εκτάσεις και κάνουμε απολογισμό των ζημιών, όπου ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία είναι η επείγουσα προτεραιότητα, τα ερωτήματα για την επόμενη μέρα είναι μπροστά μας: Τι έφταιξε; Τι κάνουμε τώρα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, ανάμεσα σε πυρκαγιές και πλημμύρες, τα γεγονότα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπη η χώρα το τελευταίο διάστημα και κλήθηκε να διαχειριστεί η κυβέρνηση ήταν εξαιρετικά σπάνια. Φαίνεται όμως πως δεν ήταν και τόσο εξαιρετικές οι επιδόσεις στη διαχείριση –ίσως γιατί και εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο– αλλά και πως σε κάποιες περιπτώσεις πέρασαν κάτω και από τον πήχη του ανθρωπίνως δυνατού ή επιβεβλημένου. Το γεγονός είναι πάντως πως μια κυβέρνηση με νωπή ισχυρή εντολή ξεκίνησε τη θητεία της με ένα διπλό πρόβλημα: Ένα πρόβλημα επιλογής σε ό,τι αφορά τη συγκρότησή της και ένα πρόβλημα αντίληψης ως προς τη λειτουργία της.
Το βασικό όμως είναι ότι η κυβέρνηση αυτή είναι στην πραγματικότητα διάδοχος του εαυτού της και δεν ξεκινά από μηδενική βάση, οπότε υπάρχουν απόνερα από πολλά που (δεν) έγιναν την προηγούμενη τετραετία και τώρα «σκάνε». Υπό αυτήν την έννοια όμως, υπάρχει μία παράμετρος που κρύβει πολιτικούς κινδύνους, για την ίδια την κυβέρνηση και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το «rotation», που προανήγγειλε προεκλογικά, αποδεικνύεται ότι μπορεί να είναι περισσότερο πρόβλημα, παρά λύση. Η διάχυτη αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά και το βαρύ κλίμα που έχει διαμορφωθεί στη χώρα απαιτούν άμεσες παρεμβάσεις και κυρίως αποτελεσματικές και ουσίας.
Τι έφταιξε
Στο ερώτημα «τι έφταιξε», ο πρωθυπουργός στην πρώτη του τοποθέτηση από το Συντονιστικό της Λάρισας είπε ότι «αυτό θα το δούμε στη συνέχεια», για να προσθέσει αμέσως μετά αποφασιστικά ως απάντηση στο «τώρα τι κάνουμε»: «Ανασκούμπωμα και ανασυγκρότηση», δείχνοντας την κατεύθυνση για το πολύ δύσκολο σήμερα. Και η κατεύθυνση είναι, όπως και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει πει, αλλαγή σχεδιασμών και ξαναχτίσιμο, εκσυγχρονισμός του κράτους, με παράλληλη ανασυγκρότηση του ήθους στο πολιτικό κεφάλαιο. Και σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, στις οποίες βρέθηκε τώρα η χώρα, το χιλιοειπωμένο αίτημα της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού του κράτους δεν είναι πολιτικό κλισέ. Είναι όρος επιβίωσης. Η χώρα, για να επιβιώσει, οφείλει να προσαρμοστεί σε συνθήκες τις οποίες ουδείς μπορεί να ελέγξει ή να προεξοφλήσει. Είναι έργο τιτάνιο αλλά περισσότερο από απαραίτητο. Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτά που ζήσαμε στη Ρόδο, στον Έβρο, στο Πήλιο ή στον θεσσαλικό κάμπο δεν είναι απλώς ατυχείς καταστάσεις και απρόβλεπτες καταστροφές. Είναι εικόνες από ένα εφιαλτικό αύριο, το οποίο κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει, ούτε καν να προσεγγίσει.
Το θετικό είναι ότι πρόσφατα αποκτήσαμε μια ισχυρή κυβέρνηση, η οποία έχει την ευθύνη και είναι υποχρεωμένη να σηκώσει τα μανίκια και να ασχοληθεί απερίσπαστη με την ουσία και τους κινδύνους των πραγμάτων, ακόμη και εκείνων που δεν μπορεί θεωρητικά να προβλέψει.
Και ναι, ο πρωθυπουργός έχει τη μεγαλύτερη πολιτική ευθύνη, γιατί σε αυτόν και στην κυβέρνησή του «ξέσπασε η κόλαση» και «άνοιξε ο ασκός του Αιόλου». Φέρει όμως τώρα και το τεράστιο βάρος της ιστορικής του ευθύνης να ξαναχτίσει το κράτος από την αρχή. Είναι ο μοναδικός που μπορεί να το κάνει, και μάλιστα με επιτυχία. Αμαρτίες δεκαετιών, όπως το μπάχαλο στα πολεοδομικά και ρυμοτομικά σχέδια των πόλεων, τα αυθαίρετα, τα μπαζωμένα ρέματα, οι κακοτεχνίες των εργολάβων, οι «αδυναμίες» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η γραφειοκρατία και πολλά άλλα μικρά και μεγάλα που συνθέτουν το περίφημο «αυτή είναι η Ελλάδα», που είχε πει κάποτε σε κρίση επάνω ο Κώστας Σημίτης και για τα οποία ευθύνη φέρουμε και εμείς οι πολίτες, πρέπει να ξεριζωθούν.
Ο πρωθυπουργός είναι αυτήν τη στιγμή πολιτικά και ηθικά υποχρεωμένος να κάνει ό,τι δεν έγινε τα τελευταία 200 χρόνια. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να σμπαραλιαστεί το πελατειακό κράτος. Άμεσα, χωρίς δισταγμό, χωρίς υπολογισμούς, χωρίς συμψηφισμούς. «Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη», θα πουν οι «ρεαλιστές» και, εν μέρει, έχουν κάποιο δίκιο. Όμως αυτός πρέπει να είναι ο αδιαπραγμάτευτος στόχος. Η Ελλάδα να αλλάξει σε χρόνο-ρεκόρ. Να ελαχιστοποιηθούν οι συμβιβασμοί μ’ αυτό το τέρας που κρατά δέσμια την Ελλάδα. Να εξασφαλιστεί μια αποφασιστική, σταθερή και όσο γίνεται ταχεία πορεία προς ένα αποτελεσματικό κράτος.
Τα τελευταία χρόνια ναι, κάποιες αρκετά σημαντικές βελτιώσεις έγιναν. Αλλά με βάση το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό και τα δεδομένα, αν υπάρχει κάποιος σήμερα που μπορεί να αλλάξει την Ελλάδα στο μέτρο του εφικτού και του δυνατού, να τη βελτιώσει και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις, όπως η ραγδαία κλιματική επιδείνωση, αυτός είναι ο Μητσοτάκης.Χρόνος υπάρχει και ακόμα μεγάλο πολιτικό απόθεμα.
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο