Το καλοκαίρι μάς φέρθηκε σκληρά. Η Ρόδος, η Πάρνηθα, η Δαδιά και, τέλος, το χειρότερο, η Θεσσαλία. Μέσα σ’ αυτήν τη θεομηνία που έπνιξε τη χώρα, σχεδόν απαρατήρητο πέρασε το μεταναστευτικό, η νέα «πλημμύρα» που χτύπησε τη χώρα αυτό το καλοκαίρι. Και που εξακολουθεί να περνά κάτω από τους αισθητήρες της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αρμοδίων, έως το τέλος του χρόνου οι μετανάστες που θα προσπαθήσουν να περάσουν στη χώρα μας, ή θα τα καταφέρουν, θα φτάσουν τις 35.000. Έως σήμερα έχουμε 22.000 αφίξεις, ενώ το 2022 έκλεισε με 16.500 συνολικά. Στη γειτονική Ιταλία, οι ροές φέτος αυξήθηκαν κατά 360% σε σχέση με πέρυσι. Στη Σφαξ της Τυνησίας, το λιμάνι αναχώρησης, είναι συγκεντρωμένοι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες από την υποσαχάριο Αφρική, κυρίως τη Γουινέα και την Ακτή Ελεφαντοστού. Μέσα σε μόλις 72 ώρες έφθασαν στις ακτές της Ιταλίας 10.000. Οι αριθμοί παραπέμπουν σε οργανωμένη εισβολή.
Και το ερώτημα είναι: Είμαστε έτοιμοι και κυρίως πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, όπως το κάναμε πριν από μερικά χρόνια στον Έβρο; Ή μήπως θα το αφήσουμε να εξελιχθεί σε πλημμύρα και μετά θα τρέχουμε για να μαζέψουμε τα σπασμένα, ρίχνοντας ο ένας στον άλλον την ευθύνη και όλοι μαζί στην κλιματική αλλαγή;
Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Δ. Καιρίδης, βαθύς γνώστης του προβλήματος, φαίνεται πως αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά το όλο θέμα. Επισκέφθηκε μάλιστα προσφάτως και μάλιστα αιφνιδιαστικά τη Σάμο, όπου η αύξηση των μεταναστευτικών ροών εντάθηκε στη διάρκεια του καλοκαιριού. Η δομή του νησιού έχει κορεστεί και οι κάτοικοι φοβούνται μια επανάληψη των όσων συνέβησαν το 2015. Μακάρι να μη φθάσουμε στο σημείο των όσων έγιναν τότε.
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο