Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Άγκυρα πήγε καλά. Δεν υπήρξαν ιδιαίτερα παρατράγουδα. Οι Κασσάνδρες διαψεύστηκαν και η στόχευση της ελληνικής πλευράς για ένα ήρεμο καλοκαίρι επιτεύχθηκε.
Ταυτόχρονα, σημειώθηκε πρόοδος σε μια σειρά από επιμέρους θέματα. Θα ήταν, ωστόσο, όχι απλώς αφελές αλλά εντελώς εκτός πραγματικότητας να ισχυριστεί κανείς ότι, στο κρίσιμο ζήτημα της οριοθέτησης, η απόσταση που χωρίζει τις δύο χώρες μειώθηκε. Η Ελλάδα επιμένει απαρέγκλιτα στην ανάγκη εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου ως βάση για την όποια λύση, ενώ η Τουρκία δεν υποχωρεί από τις αναθεωρητικές της διεκδικήσεις. Όμως, εν τέλει η σχετική ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων παρά τις διαφωνίες αποτελεί μια ελληνική επιτυχία, αφού είναι η Τουρκία αυτή που άλλαξε στάση και αναγκάστηκε να προσέλθει στον διάλογο και την ύφεση.
Τι αλλά συμπεράσματα μπορεί να εξάγει κανείς; Η συνάντηση δείχνει ότι καθώς τέτοιου τύπου επαφές κανονικοποιούνται, αποδραματοποιούνται και καλό είναι να αποφεύγεται η δημιουργία μιας υπερβολικής φόρτισης γύρω από αυτές. Η ηρεμία αυτή καθαυτή που σήμερα επικρατεί, όχι μόνο είναι κάτι πολύτιμο από μόνη της, αλλά δημιουργεί και ένα κεκτημένο. Έπειτα από 14 μήνες χωρίς παραβιάσεις, παγιώνεται σιγά-σιγά η πεποίθηση ότι δεν είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε με την Τουρκία των προηγούμενων 50 ετών. Φαίνεται πλέον ότι η Τουρκία, όταν θέλει, μπορεί και συμπεριφέρεται καλύτερα.
Παρ’ όλα αυτά, οι διαφωνίες παραμένουν. Όμως η ελληνική πλευρά δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τον διάλογο. Τα επιχειρήματα είναι με το μέρος μας και, ως εκ τούτου, δεν διστάζουμε να τα προτάσσουμε, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά. Αυτό έκανε και ο πρωθυπουργός, θέτοντας το θέμα της Μονής της Χώρας, όπως και είχε πει ότι θα κάνει. Το ίδιο θα κάνουμε και με όλες τις πάγιες ελληνικές θέσεις. Ζητήματα κυριαρχίας δεν μπαίνουνε σε συζήτηση. Οι ελληνικές «κόκκινες γραμμές» παραμένουν ξεκάθαρες και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι υπάρχει σχετική πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μάλιστα, στο χαρτοφυλάκιο ευθύνης μου παρατηρούμε αρκετά θετικά αποτελέσματα αυτής της προόδου. Από εκεί που η Τουρκία απειλούσε ότι θα ανοίξει τα σύνορα και θα έρθουν εκατομμύρια μετανάστες στην Ελλάδα, οι ροές σήμερα παρουσιάζουν πτώση πάνω από 80% από τα υψηλά του περασμένου Σεπτεμβρίου, οπότε και ξεκίνησε η πιο στενή συνεννόηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο μεταναστευτικό. Βρισκόμαστε πλέον σε μια διαφορετική φάση, έχοντας περάσει σε συνεργασία τόσο σε επίπεδο αρχών ασφαλείας, με το τουρκικό Λιμενικό να ανταποκρίνεται στα δικά μας μηνύματα, όπως δεν το έκανε στο παρελθόν, όσο και σε εσωτερικό επίπεδο, με την Τουρκία να καταβάλλει σήμερα αξιοσημείωτες προσπάθειες εξάρθρωσης των δικτύων των διακινητών που, στο παρελθόν, είχαν γιγαντωθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο θέσαμε σε εφαρμογή και το νέο ειδικό καθεστώς της Visa Express για Τούρκους πολίτες που επισκέπτονται τα 10 νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, κάτι το οποίο αποτελεί χειροπιαστή απόδειξη της νέας προσέγγισης των δύο χωρών, αλλά και της αυξημένης αξιοπιστίας της Ελλάδας στις Βρυξέλλες, που μας εμπιστεύθηκαν και ενέκριναν τη μοναδική αυτή εξαίρεση στη Ζώνη Σένγκεν. Πλέον από την Τουρκία, αντί για μετανάστες σε φουσκωτά, έρχονται τουρίστες σε ημερόπλοια που γεμίζουν τα ξενοδοχεία όλο τον χρόνο και συνεισφέρουν στις οικονομίες των ακριτικών νησιών μας.
Εν ολίγοις, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η ελληνοτουρκική διαφορά και τα προβλήματά μας με την Τουρκία επιλύθηκαν. Η Ελλάδα οφείλει να επενδύει στην άμυνά της και να ενισχύει τα διεθνή της ερείσματα προς όφελος της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή. Όμως, ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να αφήνουμε καμία ευκαιρία αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας ανεκμετάλλευτη, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν σημεία που φέρνουν τους δύο λαούς πιο κοντά.
Άρθρο
του υπουργού Δημήτρη Καιρίδη
Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου – Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο