Τι σηματοδοτεί η ρωσική εισβολή – Ποιες είναι οι επιπτώσεις στα «ελληνοτουρκικά» – Τι ανησυχεί την Αθήνα
Ο πόλεμος που εξαπέλυσε η Μόσχα εναντίον της Ουκρανίας ξημερώματα της 23ης Φεβρουαρίου αναδεικνύεται σε μείζον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό διακύβευμα, με επιπτώσεις που διαχέονται πολύ πέραν των συνόρων της Γηραιάς Ηπείρου. Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο μετά τη ρωσική εισβολή που διέταξε ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά της Ουκρανίας, με ξεκάθαρο σκοπό τη μετατροπή της χώρας αυτής σε ουδέτερη ζώνη και την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, αλλά όχι μόνο γι’ αυτήν. Και τούτο, γιατί το διακύβευμα έχει ήδη ευρύτερες επιπτώσεις που φθάνουν στη ζώνη του Ινδο-Ειρηνικού, μέχρι την Κίνα…
Ανεξάρτητα από την εξέλιξη που θα έχει η όλη πολεμική επιχείρηση του Πούτιν και από τις συνομιλίες που βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού, έχουμε μπει ήδη σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, με αλλαγές δεδομένων και παραμέτρων.
Νέα μέλη στο ΝΑΤΟ;
Ορισμένοι δεν αποκλείουν ότι οι ρωσικές κινήσεις θα οδηγήσουν και κράτη όπως η Φινλανδία και η Σουηδία, που ήδη έχουν προσεγγίσει το ΝΑΤΟ τα τελευταία χρόνια, να εξετάσουν ακόμη και την προοπτική ένταξής τους σε αυτό. Κάτι τέτοιο όμως «θα έχει σοβαρές πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες», προειδοποίησε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα. Όπως και σοβαρές συνέπειες θα έχει και η τυχόν υλοποίηση της απόφασης-απειλής του Πούτιν για «πολεμικά μέτρα» κατά των χωρών που αποστέλλουν πολεμικό υλικό στην Ουκρανία.
Είδαμε και κινήσεις οι οποίες, με όλη την αισιοδοξία που μπορεί να προκαλούν, έχουν κι αυτές κινδύνους. Ο γερμανικός στρατιωτικός επανεξοπλισμός, π.χ., είναι ένα θέμα που θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς, σε βάθος χρόνου, τι είδους συμφραζόμενα θα προκαλέσει.
Μεταστροφή «έκπληξη»
Πάντως η μεταστροφή της Γερμανίας είναι πράγματι ιστορικών διαστάσεων. Στη Γερμανία, την πιο «ευρωπαϊκή» ίσως χώρα της Ευρώπης, με την έννοια της χώρας όπου, λόγω ιστορίας, ο εθνικισμός και ο μιλιταρισμός αποκηρύχθηκαν περισσότερο, και με την έννοια της χώρας της πιο «εφησυχασμένης», της πιο στραμμένης στα οικονομικά και μακριά από τα γεωστρατηγικά, είχαμε αυτή την εντυπωσιακή ομιλία του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς στη Μπούντεσταγκ. Όσα δεν έγιναν σε δεκαετίες, έγιναν μέσα σε λίγες ημέρες. Η δε ανακοίνωση για το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα των 100 δισ. είναι εντυπωσιακή σε μέγεθος και φιλοδοξία. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι απαραίτητο, ισχυρίζονται Ευρωπαίοι διπλωματικοί αναλυτές, αυτός ο επανεξοπλισμός να ενταχθεί σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία, παρά να μείνει σε εθνικό επίπεδο. Πρέπει να γίνει μέρος μιας ευρωπαϊκής συλλογικής προσπάθειας. Να αποτελέσει μέρος ενός αναδυόμενου ευρω-στρατού, για να μην προκαλέσει τα αντι-γερμανικά αντανακλαστικά των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Όπως η πίεση του Στάλιν, επισημαίνουν, οδήγησε στη γαλλο-γερμανική προσέγγιση και στην επαναστρατιωτικοποίηση της Δυτικής Γερμανίας μεταπολεμικά και στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1955, έτσι και τώρα, η πίεση του Πούτιν οδηγεί στη γεωστρατηγική ενηλικίωση της Γερμανίας και, ενδεχομένως, σε μια μορφή ευρω-άμυνας και ευρω-στρατού.
Η Ελλάδα «αναθεωρεί»
Στα καθ’ ημάς όμως, η πολεμική κρίση στην Ουκρανία δείχνει να διαμορφώνει νέα συνθήκη στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο και επιβάλλει στην ελληνική κυβέρνηση αναθεωρήσεις των σεναρίων και αναπροσαρμογές των αποφάσεων σε όλα τα πεδία. Η ρωσική εισβολή προξένησε ασφαλώς ανησυχία στην Αθήνα και δείχνει να ανατρέπει τους πολιτικούς σχεδιασμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στο Μέγαρο Μαξίμου μιλούν για μία «νέα ημέρα που ξημέρωσε, η οποία αλλάζει τα πάντα και παντού». Αυτό σημαίνει ότι οι προσδοκίες για την ανάπτυξη επαναπροσδιορίζονται, οι ελπίδες για έναν καλπασμό της οικονομίας μετά το τέλος της πανδημίας μετριάζονται, ενώ τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα επιβάλλουν επανατοποθετήσεις και αποφάσεις με υπαρξιακή βαρύτητα, στο νέο ψυχροπολεμικό περιβάλλον.
Υπό αυτό το πρίσμα, κύκλοι του Μεγάρου Μαξίμου επισημαίνουν τη σημασία των στρατηγικών συμμαχιών της χώρας, ενδεικτικά, με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Και παράλληλα υπογραμμίζουν τη βαρύτητα των πρόσφατων αποφάσεων της εξοπλιστικής ενίσχυσης της Ελλάδας, αλλά και άλλων παραμέτρων, όπως η αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης.
Η μείζων όμως ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης εντοπίζεται υπό τις νέες αυτές συνθήκες στο πεδίο της οικονομίας. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους θεωρείται δεδομένη και το ντόμινο των επαπειλούμενων διαταραχών στην τροφοδοσία της αγοράς με διάφορα αγαθά πιθανό. Όπως διαμηνύουν από το Μέγαρο Μαξίμου, οι επιπτώσεις της πολεμικής σύρραξης στο επίπεδο τιμών, στους ρυθμούς ανάπτυξης, στον πληθωρισμό, ενδεχομένως και στον τουρισμό, θεωρούνται βέβαιες. Εν όψει αυτών, οι στόχοι του προσεχούς διαστήματος επαναξιολογούνται και τοποθετούνται στην αναζήτηση μέσων και μέτρων, ώστε να μετριαστεί η αρνητική επίδραση του πολέμου.
Μέτρα για την ενέργεια
Κρίσιμη παράμερος ως προς αυτά θεωρείται στην Αθήνα το γεγονός ότι στο κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, στις Βρυξέλλες, συμπεριλήφθηκε η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων στον τομέα της ενέργειας, ώστε να υποστηριχθούν τα κράτη-μέλη απέναντι σε ενδεχόμενες απότομες αυξήσεις των τιμών ενέργειας.
Οι αποφάσεις για το νέο πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης, υπό το πρίσμα της νέας κρίσης, είναι επίσης μία παράμετρος ιδιαίτερης βαρύτητας για την Αθήνα. Κυβερνητικοί παράγοντες εκτιμούν ότι το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναπόφευκτα θα σχεδιαστεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη ρωσο-ουκρανική κρίση. Σε αυτό το πεδίο εξάλλου, αναμένονται και οι αποφάσεις της ΕΚΤ για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, την παράταση του οποίου έσπευσε να ζητήσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Κατά τα όσα διαμηνύονται πάντως από το Μέγαρο Μαξίμου, το μόνο μέχρι στιγμής διαφαινόμενο θετικό στοιχείο της κρίσης είναι η επιτάχυνση της απεξάρτησης της Ευρώπης και της Ελλάδας από το ρωσικό φυσικό αέριο και η επιβεβλημένη πλέον εντατικοποίηση του προγράμματος για την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας, μέσω και της αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η παράμετρος επίσης του προσφυγικού κύματος από την Ουκρανία απασχολεί την ελληνική κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διεμήνυσε την ετοιμότητα της χώρας να υποδεχθεί όσους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής θελήσουν να έλθουν στην Ελλάδα, αλλά και να παράσχει βοήθεια σε όσες χώρες συνορεύουν με την Ουκρανία και αναμένεται να δεχθούν πιέσεις από τις προσφυγικές ροές.
Ποιοτικό «άλμα»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία βεβαίως ανήκει και η Ελλάδα, αντιμετωπίζει τη στιγμή της αλήθειας. Η εποχή του μερίσματος ειρήνης έχει οριστικά τελειώσει. Η ενίσχυση της αποτροπής μέσω του ΝΑΤΟ και η οικοδόμηση μιας σοβαρής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας εντός της ΕΕ θα απαιτήσουν τεράστιους επιπρόσθετους πόρους. Αυτό όμως θα απαιτήσει και ένα ποιοτικό άλμα προς περισσότερη ενότητα, αλληλεγγύη και αποφασιστικότητα. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Εμανουέλ Μακρόν έθεσε ήδη ζήτημα οργανωμένης ευρωπαϊκής κυβερνοασφάλειας και άμυνας από τις κυβερνοεπιθέσεις, αλλά και από την παραπληροφόρηση, από επίσημους και μη διαύλους, με ρωσικές διασυνδέσεις. Δεν αποκλείεται όμως τώρα η νέα κατάσταση να βοηθήσει το ΝΑΤΟ να σταθεί στα πόδια του, ιδιαίτερα μετά το φιάσκο του Αφγανιστάν.
Η Τουρκία σε δύσκολη θέση
Η Ελλάδα, ως ισότιμο μέλος της ΕΕ, όφειλε να συμβάλει στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, που παραβιάστηκε κατάφωρα με τη ρωσική επίθεση. Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν μπορούσε να είναι αντίθετη στη συμμετοχή στην κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια, καταγγέλλοντας την εισβολή και αποστέλλοντας στην Ουκρανία ανθρωπιστικό αλλά και πολεμικό υλικό. Κάτι που έχουν κάνει τα περισσότερα κράτη- μέλη της ΕΕ.
Η κλιμάκωση της ουκρανικής κρίσης έφερε και την Τουρκία σε δύσκολη θέση, καθώς η Άγκυρα αναγκάστηκε να επιλέξει μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και να δεχθεί πιέσεις να ευθυγραμμιστεί με την πολιτική κυρώσεων των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ. Δεν εξέπληξε η καταδίκη, εκ μέρους της Τουρκίας, της αναγνώρισης από τη Ρωσία των αποσχισθεισών περιοχών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, γιατί ανησυχεί η ίδια για την πιθανότητα απόσχισης δικών της περιοχών λόγω των Κούρδων αυτονομιστών ή για την αναγνώριση κουρδικών οντοτήτων πέρα από τα σύνορά της. Η άβολη σχετικώς θέση της Τουρκίας οφείλεται επίσης στη στενή σχέση που έχει τόσο με τη Ρωσία όσο και με την Ουκρανία. Έχει συμφέροντα και με τις δύο στη Μαύρη Θάλασσα. Έχει αμυντική συνεργασία με τη Ρωσία και παράλληλα πουλάει όπλα στην Ουκρανία. Δεν είναι απλή η εξίσωση. Η Ελλάδα παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή στη φάση αυτή την Τουρκία και ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο έχει τοποθετηθεί ή και αντιδράσει στην πολεμική κρίση, δεδομένης της ιδιότυπης ισορροπίας την οποία επιχειρεί να τηρήσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, διατηρώντας τη διπλή ιδιότητα του ισχυρού μέλους του ΝΑΤΟ και του προνομιακού συνομιλητή του Βλαντίμιρ Πούτιν. Υπό αυτή την έννοια, Έλληνας ο πρωθυπουργός ανέμενε μία πρώτη εκδήλωση των διαθέσεων του Τούρκου προέδρου στην τηλεδιάσκεψη κορυφής των ηγετών του ΝΑΤΟ. Στην ίδια τηλεδιάσκεψη πάντως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε μήνυμα και προς την Άγκυρα, τονίζοντας ότι ο αναθεωρητισμός είναι η βασική απειλή για την παγκόσμια ειρήνη και δεν πρέπει να γίνεται ανεκτός «από όπου κι αν προέρχεται».
του Φώτη Σιούμπουρα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο