Έχουν περάσει περίπου 30 χρόνια από τότε που στο άκουσμα των ονομάτων Δουρής, Σκιαδόπουλος και Σεχίδης, νιώθαμε ένα σφίξιμο στην καρδιά μας και κοιταζόμασταν αμήχανα για μία πρωτόγνωρη πραγματικότητα, που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε. Σήμερα, διανύοντας τον 21ο αιώνα, τα πράγματα έχουν αλλάξει και δυστυχώς προς τη λάθος κατεύθυνση. Οι ανθρωποκτονίες είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης κι εμείς συνεχίζουμε να κοιταζόμαστε αμήχανα, έχοντας πλέον όμως στις πλάτες μας το βάρος για την αστική ευθύνη της αδιαφορίας μας.
Γιατί στα αλήθεια η ευθύνη για όλα αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουμε είναι ευρύτερα κοινωνική. Καμία ποινή, κανένα νομικό πλαίσιο, καμία καθηγητίστικη κατήχηση των απανταχού τηλε-ειδικών, δεν έχει το υπόβαθρο για να λυτρώσει την κοινωνία μας από τον ματωμένο κύκλο μιας επαναλαμβανόμενης, ανθρωποκτόνας ροπής, καθώς ενώ η διαχρονική αποστολή του ανθρώπου είναι να βελτιώνεται -εξημερώνοντας τα πρωτόγονα ένστικτά του- ο δρόμος που χαράζεται σε οικουμενική κλίμακα είναι να σφυρηλατείται ένα υπερτροφικό «ΕΓΩ» με αχαλίνωτα πάθη.
Το αντίδοτο σε αυτές τις ράγες που οδηγούν σε έναν «καθωσπρέπει» απανθρωπισμό είναι η παιδεία, η οποία στην καθαρή της μορφή έχει τους πυλώνες της στην οικογένεια και στο σχολείο. Το πρόβλημα όμως εδώ και δεκαετίες πλέον είναι πως οι δύο αυτοί θεμελιώδεις παράγοντες ισορροπίας μιας κοινωνίας, που αν μη τι άλλο έχει αυτοσεβασμό, νοσούν και οι πληγές τους έχουν κακοφορμίσει σε τέτοιο βαθμό, που η σήψη εμποτίζει πια τις ψυχές όλων μας, είτε ως θύτες είτε ως θύματα είτε το χειρότερο, ως παρατηρητές.
Από τη μία, έχουμε μία κακώς εννοούμενη πατριαρχία, με τον δεσποτικό πατέρα που εξυβρίζει, χειροδικεί, σκοτώνει ακόμα, αλλά και εκείνον που αγνοεί, αδιαφορεί για τα μέλη της οικογένειάς του, ταΐζοντας απλά τα θέλω του με τον ίδιο κυνισμό που το λιοντάρι στη ζούγκλα απαιτεί να του προσφέρουν χάριν και μόνο της ιδιότητάς του∙ κουβαλώντας τα κατάλοιπα μιας μεταδικτατορικής γενιάς, στερημένης και μετέπειτα κανακεμένης, που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την ελευθερία και τη μετουσίωσε σε ασυδοσία. Ακραίος υλισμός, ακόρεστα πάθη και τελικά, ειδεχθείς πράξεις, στις οποίες τα βαθύτατα συναισθήματα που γαλουχούν στους ανθρώπους μία ανάγκη αρμονικής συνύπαρξης, αποστερήθηκαν. Από την άλλη, έχουμε ένα σχολείο εκπαιδευτήριο, που μαθαίνει στα παιδιά ότι σκοπός της ζωής είναι να «πετύχουν» και όχι να ευτυχήσουν, να συγκεντρώσουν και όχι να μοιραστούν, να ξεχωρίσουν και όχι να ενωθούν, με αποτέλεσμα το συναίσθημα, η συναίσθηση και φυσικά η ενσυναίσθηση, να φαντάζουν με άλυτες εξισώσεις σαν και αυτές που κάποιοι μαθητές των τελευταίων θρανίων δεν ενδιαφέρονται ποτέ να λύσουν, γιατί προτιμούν να γράφουν στιχάκια για τον έρωτα.
Οι ανθρωποκτονίες λοιπόν, που δεν είναι μόνο γυναικοκτονίες αλλά και παιδοκτονίες και βιασμοί και παιδοβιασμοί, καθώς το να «σκοτώσεις» την ψυχή κάποιου ανθρώπου είναι σαν να σκοτώνεις τον ίδιο τον άνθρωπο, είναι απλά το φυσικό αποτέλεσμα μιας σύγχρονης εποχής του υπερτονισμένου «ΕΓΩ» – «big egos» όπως λένε και οι πολύ καλοί γνώστες της κατάστασης Αμερικανοί -, που δεν σηκώνει την απόρριψη, που δεν κατανοεί την ανάγκη του άλλου, που δε δέχεται το προσωπικό του έλλειμμα, που θεωρεί πως είναι ο καλύτερος ή που φθονεί εκείνον που τα έχει καταφέρει καλύτερα, και τελικά απαιτεί μέσω της επιβολής, να κυριαρχήσουν τα πάθη του, χωρίς να υπολογίζει κανένα κόστος και κυρίως, χωρίς να βλέπει μπροστά του κανένα εμπόδιο, μπροστά στο το να τα καταφέρει.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ 13/1/24
Γράφει ο Γιώργος Γρηγορόπουλος